σούρώ
Смотреть что такое "σούρώ" в других словарях:
σουρώ — άω, Ν βλ. συρίζω (Ι) … Dictionary of Greek
-τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ … Dictionary of Greek
λαδωτήρι — μικρό δοχείο ορυκτελαίου με ειδικό σωληνοειδές στόμιο για τη λίπανση μηχανών, λαδικό, λαδερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαδώνω + κατάλ. τήρι (πρβλ. σουρω τήρι, στεγνω τήρι)] … Dictionary of Greek
ξεστουπωτήρι — το εργαλείο που χρησιμοποιείται για ξεστούπωμα, για ξεβούλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεστουπώνω + επίθημα τήρι (πρβλ. σουρω τήρι)] … Dictionary of Greek
ξυπνητήρι — το ειδικό ρολόι που ρυθμίζεται κατάλληλα για να ηχήσει ορισμένη ώρα για αφύπνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυπνώ + επίθημα τήρι (πρβλ. σουρω τήρι)] … Dictionary of Greek
πλαστήρι — το / πλαστήριον, ΝΜ νεοελλ. 1. πλασταριά 2. κυλινδρική ράβδος χρήσιμη για την κατασκευή λεπτών φύλλων ζύμης, αλλ. πλάστης ή μπλάστρης μσν. εργαστήριο αγγειοπλαστικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάσσω/πλάθω + επίθημα τήρι(ον) (πρβλ. κλαδευ τήρι, σουρω τήρι)] … Dictionary of Greek
σβηστήρας — ο, και σβηστήρα και σβήστρα, η, και σβηστήρι, το, Ν η γομολάστιχα· [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβησ τού αορ. έσβησα τού σβήνω με επιθήματα τήρας / τήρι(ον) / τρα αντίστοιχα (πρβλ. καυσ τήρας, σουρω τήρι, κρεμάσ τρα)] … Dictionary of Greek
σουραύλι — Μουσικό όργανο, που συγγενεύει με το φλάουτο. Το στόμιο, από το οποίο φυσάει εκείνος που παίζει, δεν είναι εντελώς ανοιχτό όπως στη φλογέρα, αλλά συνήθως λοξοκομμένο και κλεισμένο με τάπα (σούρος, γλωσσίδι, πείρος, ψύχα κλπ.), αφήνοντας μια λεπτή … Dictionary of Greek
στουπωτήρι — το, Ν το στυπόχαρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στουπώνω + επίθημα τήρι (πρβλ. σουρω τήρι)] … Dictionary of Greek
συρίζω — (I) και συρίττω ΝΜΑ, και σουρίζω και σουρώ, άω, Ν, και δωρ. τ. συρίσδω Α [σῡριγξ, σύριγγος] 1. παράγω οξύ ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή μέσα σε κατάλληλο όργανο, σφυρίζω 2. (γενικά) εκβάλλω οξύ ήχο (α. «ο άνεμος εσύριζεν εις την οπήν τού… … Dictionary of Greek